- δύναμ'
- δύναμαι , δύναμαιto be ablepres ind mp 1st sgδύναμι , δύναμιςpowerfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… … Hofmann J. Lexicon universale
OSTREA Tarentina — inter luxuriantis gulae irritamenta, ponit Varro apud A. Gellium l. 7. c. 16. Muraena Tartessia, aselli Pessinuntii, Ostrea Tarentina, pectunculus Chius etc. Baiana laudat ausonius ad Theonem, Ep. 7. v. 1. Ostrea Baianis certantia, quae Medulorum … Hofmann J. Lexicon universale
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ροβουρίτιδα — η, Ν παλαιά εκρηκτική ύλη που είχε ως βάση το νιτρικό αμμώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. robur «άγρια δρυς, ισχύς, δύναμη» + κατάλ ίτιδα (πρβλ. δυναμ ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. ροβουρῖτις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χλούνις — ούνεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) η νεανική ηλικία ή, κατ άλλους, ο ευνουχισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλούνης + κατάλ. ις (πρβλ. δύναμ ις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. έχει θετική σημ., σε αντιδιαστολή προς τη μειωτική σημ. τού τ. χλούνης*] … Dictionary of Greek